- ἀνᾶψαι
- ἀνᾶ̱ψαι , ἀνάπτωmake fast onperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάψαι — ἀνάπτω make fast on perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ἀνάπτω make fast on aor inf act ἀνάψαῑ , ἀνάπτω make fast on aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοεργός — όν, Μ αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών… … Dictionary of Greek